- συμφορά
- η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.)2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για τον τόπο» β. «τὸν ἄνθρωπον... κοινὴν τῶν Ἑλλήνων συμφοράν», Αισχίν.)νεοελλ.φρ. «συμφορά μου» — αλίμονό μουαρχ.1. συνάθροιση, συγκέντρωση2. συσσώρευση («συμφορὰ νούσων μυρίων τε καὶ κακῶν», Αρετ. Χρον. Παθ.)3. συνεισφορά4. τυχαίο γεγονός, περίσταση, περιστατικό («εἰδὼς τοὺς ἀνθρώπους... πρὸς δὲ τὰς ξυφμορὰς καὶ τὰς γνώμας τρεπομένους», Θουκ.)5. ασθένεια6. ψυχικό ελάττωμα ή σφοδρό πάθος («τάδε τριῶν τῶν μεγίστων ξυμφορῶν ἀπήλλακται, ἀξυνεσίας ἢ μαλακίας ἢ ἀμελείας», Θουκ.)7. μίασμα8. ατιμία, αδικία, παρανομία9. (σπανίως με καλή σημ.) ευμενής συγκυρία, ευτυχής έκβαση, ευτυχία10. φρ. «συμφορὴν ποιεῑσθαι [ή νομίζειν ή ἡγεῑσθαι ή κρίνειν]» — θεωρώ ως συμφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρω. Η λ. στην Αρχαία Ελληνική είχε την έννοια τού τυχαίου γεγονότος, τής ασθένειας, τής αδικίας, τής ατιμίας, αλλά τήν χρησιμοποιούσαν και με την καλή σημ. τής ευμενούς συγκυρίας, τής ευτυχίας, τής καλής τύχης. Στη Νέα Ελληνική, ωστόσο, η σημ. τής λ. εξελίχθηκε «ἐπὶ κακῷ» και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αποκλειστικά την κακοτυχία, τη δυστυχία, το ατύχημα].
Dictionary of Greek. 2013.